απίθανος

απίθανος
-η, -ο (AM ἀπίθανος, -ον)
(για πράγματα) ο μη πιθανός, μη ευλογοφανής, απίστευτος
νεοελλ.
(για πρόσωπα μτφ.) εξαίρετος, θαυμάσιος
αρχ.
(για πρόσωπα)
1. αυτός που δεν γίνεται εύκολα πιστευτός
2. αυτός που δεν πείθει τους άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπίθανος — incredible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απίθανος, -η — ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι πιθανός, απίστευτος: Απίθανη θεωρείται η είδηση ότι θα δοθεί νέα αύξηση μισθών και ημερομισθίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπιθανώτερον — ἀπίθανος incredible masc acc comp sg ἀπίθανος incredible neut nom/voc/acc comp sg ἀπίθανος incredible adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιθανώτατα — ἀπίθανος incredible adverbial superl ἀπίθανος incredible neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιθανώτατον — ἀπίθανος incredible masc acc superl sg ἀπίθανος incredible neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιθάνως — ἀπίθανος incredible adverbial ἀπίθανος incredible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπίθανον — ἀπίθανος incredible masc/fem acc sg ἀπίθανος incredible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιθανωτάτη — ἀπίθανος incredible fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιθανωτάτους — ἀπίθανος incredible masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιθανώταται — ἀπίθανος incredible fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”