- απίθανος
- -η, -ο (AM ἀπίθανος, -ον)(για πράγματα) ο μη πιθανός, μη ευλογοφανής, απίστευτοςνεοελλ.(για πρόσωπα μτφ.) εξαίρετος, θαυμάσιοςαρχ.(για πρόσωπα)1. αυτός που δεν γίνεται εύκολα πιστευτός2. αυτός που δεν πείθει τους άλλους.
Dictionary of Greek. 2013.